ρητινόπισσα

ρητινόπισσα
η, Ν
είδος πίσσας που απομένει ως κατάλοιπο κατά την απόσταξη τής τερεβινθίνης, δηλαδή τής ρητίνης τού πεύκου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ρητίνη + πίσσα. Η λ. μαρτυρείται από το 1858 στο Ὀνοματολόγιον Ναυτικόν].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”